- οφθαλμίτιδα
- η (Α ὀφθαλμῑτις, -ίτιδος)νεοελλ.συνοπτικός όρος για τις φλεγμονές τού ματιού, αλλ. οφθαλμίααρχ.επίθετο τής Αθηνάς, ως θεάς τής σελήνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. πλευρ-ίτιδa)].
Dictionary of Greek. 2013.